- ιπποτισμός
- ο рыцарство (тж. перен. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιπποτισμός — ο 1. ιπποσύνη. 2. μτφ., ευγένεια, ανδρισμός και ανιδιοτέλεια: Χάθηκε σήμερα ο ιπποτισμός. – Φέρθηκε με ιπποτισμό προς τους νικημένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ιπποτικότητα — η [ιππότης] η ιδιότητα τού ιππότη, ο ιπποτισμός … Dictionary of Greek
Αρμούρη, Του — Τίτλος επικού ποιήματος που ανήκει στον ακριτικό κύκλο. Σύμφωνα με τον Γκρεγκουάρ, θεωρείται το αρχαιότερο δημοτικό τραγούδι που διατηρήθηκε στη μνήμη του λαού. Αποτελείται από 201 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και εκδόθηκε για… … Dictionary of Greek
Ιππότες — I Βλ. λ. ιπποτισμός. Ο πύργος του Μαρίενμπουργκ (Ντανσκ), που έχτισαν το 1274 οι Τεύτονες ιππότες, το τάγμα των οποίων ιδρύθηκε το 1191. Προμετωπίδα βενετσιάνικης έκδοσης (1528) του «Ερωτευμένου Ορλάνδου» του Μπογιάρντο. Τα διάσημα του Τάγματος… … Dictionary of Greek
ιπποτικότητα — η ο ιπποτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υψηλοφροσύνη — η 1. το να είναι κανείς υψηλόφρονας (βλ. λ.), γενναιοφροσύνη, μεγαλοψυχία, ιπποτισμός. 2. αλαζονεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)